αχρείαστος

αχρείαστος
-η, -ο
εκείνος που δεν τον χρειάζεται κανείς ή εύχεται να μην τον χρειαστεί: Να κι η αναπηρική του πολυθρόνα, αχρείαστη να 'ναι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αχρείαστος — η, ο 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε κάτι, άχρηστος, περιττός 2. εκείνος τον οποίο εύχεται κανείς να μη χρειαστεί («αχρείαστο να ναι») 3. αχρείος, άχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτυρο μσν.) αχρείαστος (την ύπαρξη του οποίου πιστοποιεί το μσν. επίρρ,… …   Dictionary of Greek

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”